Η σύμβαση παροχής υπηρεσιών και ο κίνδυνος δημιουργίας εξαρτημένης σχέσης εργασίας

Η σύμβαση παροχής υπηρεσιών αποτελεί έναν από τους βασικούς τρόπους συνεργασίας μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων στην Κύπρο και διακρίνεται από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, καθώς οι έννομες συνέπειες, οι φορολογικές υποχρεώσεις και τα εργασιακά δικαιώματα διαφέρουν σημαντικά.

Ως σύμβαση παροχής υπηρεσιών ορίζεται η σύμβαση εκείνη, κατά την οποία ο ένας συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει την εργασία του, κατά τρόπο ανεξάρτητο, ενώ ο άλλος συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει τη συμφωνημένη αμοιβή.

Η διαφορά της σύμβασης παροχής υπηρεσιών με την σύμβαση εργασίας είναι πως η σύμβαση παροχής υπηρεσιών σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί (ούτε και πρέπει να αποτελεί) σύμβαση εργοδότησης και σε καμία περίπτωση δεν προσδίδει οποιαδήποτε σχέση εργοδότη – εργοδοτούμενου η οποία να διέπεται από τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο του 1967 (Ν. 24/1967) ή τον περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμο του 1967 (Ν. 8/1967) και γενικότερα από οιονδήποτε άλλο εργατικό νόμο που προστατεύει τον εργοδότη και τον εργοδοτούμενο. Η σύμβαση παροχής υπηρεσιών διέπεται από τον περί Συμβάσεων Νόμο (ΚΕΦ.149) και διαφοροποιείται ριζικά από τη σχέση εργοδότησης. Ο πάροχος υπηρεσιών λειτουργεί ανεξάρτητα και παρέχει τις υπηρεσίες του με τον τρόπο που ο ίδιος κρίνει κατάλληλο.

Η σύμβαση παροχής υπηρεσιών παρέχει στον αποδέκτη των υπηρεσιών αρκετά πλεονεκτήματα, κυρίως λόγω της ευελιξίας που προσφέρει η συγκεκριμένη μορφή συνεργασίας. Ο αποδέκτης δεν αναλαμβάνει τις ίδιες υποχρεώσεις και δεσμεύσεις που προκύπτουν από μια σύμβαση εργασίας, όπως η καταβολή ασφαλιστικών εισφορών ή η δημιουργία μιας μόνιμης σχέσης με τον πάροχο της υπηρεσίας. Η σύμβαση μπορεί να έχει καθορισμένη διάρκεια ή να είναι αορίστου, δίνοντας στον αποδέκτη τη δυνατότητα να προσαρμόσει τις ανάγκες του ανάλογα με τις συνθήκες και τις απαιτήσεις της επιχείρησης του.

Το τι συνιστά σχέση εξαρτημένης εργασίας (ή και όπως άλλως λέγεται σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου) αποτελεί συνήθως νομολογιακό θέμα καθότι δεν υπάρχει δια νόμου συγκεκριμένος καθορισμός. Αυτό που μπορούμε να δούμε δια νόμου και σύμφωνα με τον Ν. 24/1967, είναι ότι τέτοια σχέση δύναται να προκύψει βάση σύμβασης εργασίας και υπό τέτοιες περιστάσεις οι οποίες δικαιολογούν την ύπαρξη της σχέσης αυτής. Ωστόσο μέσα από την νομολογία έχουν καθοριστεί κάποιοι παράγοντες που εάν αποδειχθούν ότι υφίστανται τεκμαίρουν την ύπαρξη της σχέσης εξαρτημένης εργασίας. Οι παράγοντες αυτοί είναι που δημιουργούν τον κίνδυνο μια σύμβαση παροχής υπηρεσιών να μετατραπεί σε σχέση εξαρτημένης εργασίας.

Κάποιοι ενδεικτικοί παράγοντες είναι η πληρωμή μισθού, η άσκηση ελέγχου από τον εργοδότη επί της εργασίας του εργοδοτούμενου, η ύπαρξη συμβολαίου, η προσφορά εργασίας σε συγκεκριμένο χώρο, το ωράριο,η μη ανάληψη επιχειρηματικού κινδύνου από τον εργοδοτούμενο, η δυνατότητα πειθαρχικού ελέγχου από τον εργοδότη, η κύρια ή η αποκλειστική παροχή εργασίας, η ένταξη του εργαζόμενου σε μια ιεραρχικά οργανωμένη υπηρεσία ή εκμετάλλευση την οποία καθορίζει και διευθύνει ένας τρίτος, η υποχρέωση του εργοδοτουμένου να εκτελέσει αυτοπροσώπως την οφειλόμενη εργασία, η παροχή ετήσιας άδειας ανάπαυσης ή και πληρωμένης άδειας ασθενείας. Ένας επιπλέον ενδεικτικός παράγοντας αποτελεί και η ενσωμάτωση και το κατά πόσο το πρόσωπο ενσωματώθηκε στην επιχείρηση ή παρέμεινε χωριστά και ανεξάρτητα από αυτήν.

Επομένως αν μια συνεργασία φέρει τα εν λόγω χαρακτηριστικά, ήτοι αυτά που καθορίζουν την ύπαρξη της εξαρτημένης εργασίας, μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοια ακόμη και αν φέρει τον τίτλο της παροχής υπηρεσιών. Η διάκριση μεταξύ σύμβασης παροχής υπηρεσιών και εξαρτημένης εργασίας είναι κρίσιμη για τους εργοδότες αλλά και τους εργοδοτούμενους.

Ο τρόπος με τον οποίο οι συμβαλλόμενοι αντιμετωπίζουν τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών και ο τρόπος με τον οποίο την περιγράφουν και τη διαχειρίζονται, πολλές φορές δεν είναι καθοριστικός. Συνεπώς αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επιζητείται η δικαστική κρίση και να εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξετάσει σε ποια κατηγορία εμπίπτει το συμβαλλόμενο πρόσωπο. Πολλές είναι οι φορές όπου συναντούμε περιπτώσεις στις οποίες ένα πρόσωπο έχει περιγραφεί ως αυτοαπασχολούμενος κατά τη διάρκεια της σύμβασης, αλλά κατά τη λήξη της, έχει αποδειχτεί ότι στην πραγματικότητα υπήρξε μισθωτός.  

Είναι πρόσφορο να διαμορφώνονται σαφείς συμβάσεις αφού όμως πρωτίστως αξιολογηθεί εάν η πρακτική εφαρμογή της σύμβασης θα καταλήξει σε σχέση εξαρτημένης εργασίας και επιφέρει συνακόλουθες έννομες συνέπειες.

 

Άνδρια Μαστίχη

Head of Labour Law Sector, Senior Associate

 

Contact us